- παγκαρδίτιδα
- ηιατρ. η ταυτόχρονη φλεγμονή και τών τριών χιτώνων τής καρδιάς, δηλ. τού ενδοκαρδίου, τού μυοκαρδίου και τού περικαρδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pancarditis < παν-* + καρδίτις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek